σπίρτο — το (λ. ιταλ.) 1. πυρείο: Δεν είχε σπίρτα για να ανάψει το τσιγάρο του. 2. οινόπνευμα: Αυτό το κονιάκ είναι σκέτο σπίρτο. 3. μτφ., άνθρωπος έξυπνος: Αυτό το παιδί είναι σπίρτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοναχός — ή, ό και μονάχος, η, ο (ΑΜ μοναχός, ή, όν, Μ και μονάχος, η, ον και μοναχός και αμοναχός, ή, όν) 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο μοναχός, η μοναχή αυτός που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και έχει αφιερωθεί στη λατρεία τού Θεού σε μονή, μοναστής,… … Dictionary of Greek
καφεκούτι — το 1. δοχείο στο οποίο τοποθετείται και προφυλάσσεται από την υγρασία και τους ρύπους ο καφές, καφετιέρα 2. μτφ. γυναίκα που έχει γεράσει πρόωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφές + κούτι (< κουτί), πρβλ. σπιρτο κούτι, τσιγαρο κούτι] … Dictionary of Greek
οινόπνευμα — το κοινή ονομασία τής χημικής ένωσης αιθυλική αλκοόλη ή αιθανόλη, αλλ. σπίρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + πνεῦμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στο περιοδικό Αιγιναία] … Dictionary of Greek
πυρείο — το / πυρεῑον, ΝΜΑ, και ιων. τ. πυρήϊον Α νεοελλ. τεχνολ. μικρό και λεπτό κομμάτι από ξύλο ή χαρτόνι, στο ένα άκρο τού οποίου υπάρχει κεφαλή από εύφλεκτο υλικό που μπορεί να αναφλεγεί με τριβή σε κατάλληλη επιφάνεια, κν. σπίρτο μσν. αρχ. 1. (στον… … Dictionary of Greek
πυρειοπώλης — ο, Ν πωλητής πυρείων, σπίρτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρείο «σπίρτο» + πώλης (< πωλῶ). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Π. Ι. Φέρμπο] … Dictionary of Greek
σπιρτάδα — η, Ν 1. η καυστική οσμή ή γεύση τών αλκοολούχων υγρών ή άλλων καυστικών ουσιών 2. οξύτητα πνεύματος, εξυπνάδα, ευστροφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπίρτο + κατάλ. άδα (πρβλ. σβελτ άδα)] … Dictionary of Greek
σπιρτοκούτι — και σπιρτόκουτο, το, Ν κουτί με σπίρτα, το οποίο έχει τις πλάγιες επιφάνειες επικαλυμμένες με ειδικό επίχρισμα ώστε να ανάβει το σπίρτο όταν τριφθεί … Dictionary of Greek
σπιρτολόγος — ο, Ν 1. καμινέτο, μικρός μετάλλινος βραστήρας που χρησιμοποιεί οινόπνευμα ως καύσιμο 2. η εστία εμπροσθογεμούς πυροβόλου όπλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπίρτο + λόγος*] … Dictionary of Greek
σπιρτόζος — α, ο, Ν 1. (για πρόσ.) αυτός που διακρίνεται από οξύτητα και ευστροφία πνεύματος 2. (για λόγο) πνευματώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spiritoso (βλ. λ. σπίρτο)] … Dictionary of Greek